πλωτικός

πλωτικός
-ή, -ό / πλωτικός, -όν, ΝΑ [πλωτός]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική
η επιδεξιότητα στην πλεύση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός
έμπειρος ναύτης, θαλασσινός
2. φρ. «πλωτικὸς ἄνθρωπος» — εφοπλιστής, ιδιοκτήτης πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλωτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικῶν — πλωτικός fem gen pl πλωτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικόν — πλωτικός masc acc sg πλωτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικοῖς — πλωτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικωτάτους — πλωτικός masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικῷ — πλωτικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”